Διαταραχές διατροφής

Διαταραχές διατροφής

Οι έφηβοι ξεκινούν συτηματικά να παρατηρούν τις αντιφάσεις ανάμεσα στον τρόπο που συμπεριφέρονται και στον τρόπο που θα ήθελαν να συμπεριφέρονται. Αναρωτιούνται ποιος είναι ο πραγματικός τους εαυτός. Μαζί με αυτό το ερώτημα προκύπτει και ένα ακόμη ερώτημα, αν τους αρέσει ο εαυτός τους. Σε μεγάλο βαθμό, τα χαρακτηριστικά που τους δίνουν υψηλή αυτοεκτίμηση είναι τα ίδια με αυτά που απέδιδαν σε συνομίληκούς τους λίγο καιρό πριν. Η γοητεία κατέχει την πρώτη θέση ως χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα για τα κορίτσια και ακολουθείται από έντονη αποδοχή από τους συνομίληκους.
Η μέγάλη απήχηση που ασκεί η γοητεία στην αποδοχή μεταξύ των συνομιλήκων έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση των κοριτσιών, γιατί πολλά θεωρούν τον εαυτό τους μη ελκυστικό. Έρευνες αποδεικνύουν ότι τα κορίτσια έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από τα αγόρια κατά μέσο όρο. Στις αρχές της εφηβείας υπάρχει έντονη μείωση της αυτοεκτίμησης.

ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

Ως παχυσαρκία θεωρείται το δυασανάλογο βάρος σε σχέση με το ύψος ενός ατόμου, το οποίο οφείλεται σε υπερβολική κατανάλωση τροφής και κατά συνέπεια αποθήκευση λίπους στους ιστούς του οργανισμού. Έχει πολλαπλά αίτια και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την εμφάνιση διαταραχής στην πρόσληψη τροφής, όπως η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία.
Η συστηματική υπερκατανάλωση τροφής θεωρείται βασικό αίτιο της παχυσαρκίας. Επιπλέον, οι διατροφικές συνήθειες της οικογένειας, η έλλειψη σωματικής άσκησης, όπως επίσης και οι γενετικοί παράγοντες, όταν ένας από τους δύο γονείς είναι παχύσαρκος ή και οι δύο γονείς, όπου τότε η πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας στο παιδί αυξάνεται. Σημαντικός ψυχικός παράγοντας είναι η στάση της μητέρας απέναντι στο παιδί, η υπερπροστατευτικότητά που νιώθει για το παιδί της εκφρασμένη μεσω του φαγητού και μάλιστα του πολύ φαγητού ώστε να είναι σίγουρη ότι το παιδί έχει φροντιστεί σωστα και επαρκώς. Κάποιοι έφηβοι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φαγητού επειδή νιώθουν έντονο άγχος. Για τον έφηβο η παχυσαρκία αποτελεί ένα σοβαρό ψυχοκοινωνικό πρόβλημα.
Σε μια περίοδο όπου το σώμα κατέχει κεντρική θέση για τη γενικότερη εικόνα που σχηματίζει για τον εαυτό του ο έφηβος, οι παχύσαρκοι έφηβοι αντιμετωπίζουν έντονα σχόλια και κριτική από τους συνομιλήκους με αποτέλεσμα να έχουν πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση. Πολλές φορές βιώνουν τον παραγκωνισμό και την περιφρόνηση από τους άλλους αλλά και ένονες μορφές υποτίμησης και χλευασμού.

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Η λέξη ανορεξία σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει όρεξη για φαγητό. Αυτό είναι αναληθές στην περίπτωση των ατόμων με ψυχογενή ανορεξία. Τα άτομα αυτά πεινούν πολύ, θα ήθελαν να φάνε, σκέφτονται διαρκώς το φαγητό αλλά δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να φάει εξαιτίας της διαστρεβλωμένης εικόνας που έχουν για το σώμα τους. Επιβάλλουν εμμονικά στον εαυτό τους να χάσει βάρος, γιατί θεωρούν ότι είναι παχύσαρκα. Διακατέχονται από έντονο έως και μανιώδη φόβο μήπως πάρουν κιλά ενώ μπορεί να είναι υπερβολικά αδύνατα.
Οι έφηβες κοπέλες εμφανίζουν ανορεξία δέκα φορές περισσότερο από τα αγόρια και μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό στην ηλικία 14 με 18. Συνήθως είναι έφηβες που το περιβάλλον τους έχει υψηλές απαιτήσεις από τις ίδιες και κατά συνέπεια και οι ίδιες από τον εαυτό τους, που ασκούν αυστηρή κριτική προς τον εαυτό τους ή που η ζωή τους επιβάλλει αυστηρή πειθαρχία σε βαθμό που να γίνεται εμμονή, όπως οι αθλήτριες ή οι πολύ καλές μαθήτριες.
Σημαντικό ρόλο στη εμφάνιση ψυχογενούς ανορεξίας σε μια έφηβη παίζουν το οικογενειακό περιβάλλον αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Όταν η οικογένεια εμφανίζει εντάσεις, αυταρχισμό ή αδιαφορία. Όταν η μητέρα είναι καταπιεστική ή απούσα συναισθηματικά και ρεαλιστικά. Όταν υπάρχουν περιπτώσεις που τα αδέρφια μονοπωλούν το ενδιαφέρον των γονέων τους. Όταν υπάρχει κακοποίηση από το περιβάλλον. Όταν τα άτομα έχουν υποστεί απόρριψη από τους γονείς ή το ευρύτερο περιβάλλον και εμφανίζουν πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων με τελειομανία, που το περιβάλλον έχει υψηλές απαιτήσεις από αυτά στην σχολική ή την αθλητική τους πορεία και παραμελεί τις συναισθηματικές τους ανάγκες με αποτέλεσμα να βιώνουν ένονη απόρριψη.
Υπάρχουν δύο τύποι ανορεκτικών ατόμων, που διαχωρίζονται με βάση τις μεθόδους που ακολουθούν για να ελέγξουν το βάρος τους. Ο ένας τύπος ονομάζεται περιοριστικός εξαιτίας του έντονου περιορισμού που ασκεί το άτομο στον εαυτό του εφαρμόζοντας αυστηρή έως εξαντλητική δίαιτα και πολύωρη εξοντωτική σωματική άσκηση. Χαρακτηρίζεται από εμμονική άρνηση τροφής σε σημείο επικίνδυνο για την επιβίωση του ατόμου. Αποτελεί την κλασική μορφή ανορεξίας. Ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει υπερφαγικά επεισόδια και ακολουθούμενη κάθαρση. Το άτομο καταναλώνει βουλιμικά υπερβολική ποσότητα τροφής και στη συνέχεια από ενοχές για αυτή του την υπερφαγία προβαίνει σε καθαρτικές συμπεριφορές, όπως προκλητό έμετο ή χρήση καθαρτικών και διουριτικών, για να απαλλαγεί από το φαγητό που του προκαλεί έντονη δυσφορία.
Κάθε έφηβος είναι διαφορετικός oπότε και η αντιμετώπισή του πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Χρειάζεται τη βοήθεια ειδικού και την ταυτόχρονη στήριξη του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Επιβάλλεται να τεθούν άμεσοι και ξεκάθαροι στόχοι και να γίνει ουσιαστική και αναλύτική συζήτηση για να λυθούν όλες οι απορίες σχετικά με την κατάσταση. Η έγκαιρη αναγνώριση συμπτωμάτων διατροφικής δυσλειτουργίας είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί μπορεί να αποφευχθεί η οργάνωση και παγίωση της διατροφικής παρεκλίνουσας συμπεριφοράς του ατόμου και αυτό να ευνοήσει μια πιο αποτελεσματική παρέμβαση και καλή πρόγνωση της θεραπείας. Οι γονείς και το ευρύτερο περιβάλλον μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αναγνώριση των πρώτων υπερβολικών διατροφικών συμπεριφορών έτσι ώστε να προληφθεί μια χρόνια διαταραχή, που μπορεί να επιφέρει τεράστια αλλαγή και συνέπειες στη ζωή του ατόμου.

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Το βασικό αναγνωριστικό στοιχείο της ψυχογενούς βουλιμίας είναι η κατανάλωση πολύ μεγάλης ποσότητας φαγητού σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Το βουλιμικό άτομο τρώει όχι όταν πεινάει αλλά από ανάγκη να καταφεύγει στο φαγητό με την παραμικρή αφορμή. Το άτομο διατηρεί ένα σχετικά φυσιολογικό βάρος, αλλά καταφεύγει σε υπερφαγικές κρίσεις. Ύστερα από αυτές τις κρίσεις, νιώθει βασανιστικές ενοχές και μετάνοια και προκαλεί μόνο του την αποβολή της τροφής που κατανάλωσε, συνήθως με την πρόκληση εμετού ή με τη χρήση καθαρτικών ή διουρητικών. Οι βουλιμικοί, όπως και οι ανορεξικοί, διακρίνονται από την τάση προς την τελειομανία και από προβληματική αυτοεκτίμηση. Παρόλο που διακατέχονται από μια μεγάλη ανάγκη για έλεγχο στη ζωή τους, οι βουλιμικοί είναι πιο παρορμητικοί και εξωστρεφείς. Διακρίνονται από αστάθεια στη συμπεριφορά και ελλιπή διαμόρφωση της ταυτότητας τους. Σε αντίθεση με τους ανορεξικούς, οι βουλιμικοί άνθρωποι αναζητούν διαρκώς νέες εμπειρίες, έχουν μια άισθηση του ανικανοποίητου και δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα συναισθήματα τους.
Η πρόκληση εμετού προσφέρει μια επανάκτηση του ελέγχου. Κατά τη διάρκεια του βουλιμικού επεισοδίου παρουσιάζεται τέτοια απώλεια του ελέγχου, που πολλοί βουλιμικοί περιγράφουν τη συναισθηματική τους κατάσταση ως εκστατική, ως μια παντελή απουσία από την πραγματικότητα. Μετά το βουλιμικό επεισόδιο όμως το άτομο χρησιμοποιεί τον εμετό ως μέσο για να αποδείξει στον εαυτό του ότι μπορεί να κάνει κάτι ώστε να επαναφέρει την αίσθηση του ελέγχου. Επιπλέον, το άτομο μετά το υπερφαγικό επεισόδιο νιώθει απέχθεια προς τον εαυτό του και υποφέρει από τρομερές ενοχές, οι οποίες χρειάζονται αντιμετώπιση. Η αποβολή του φαγητού δίνει μια γρήγορη λύση, που απαλύνει το αίσθημα της ενοχής. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί ότι η πρόκληση εμετού στη βουλιμία ενεργοποιεί την έκλυση ενδορφινών, γεγονός που σημαίνει για πολλούς ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλέι ευχαρίστηση και ότι μπορεί να γίνει εθιστική.
Όπως συμβαίνει όμως και στη νευρική ανορεξία, υπάρχουν δύο υπότυποι νευρικής βουλιμίας. Ο ένας είναι ο καθαρτικός υπότυπος, όπου το άτομο καταφεύγει σε αυτοπροκαλούμενους εμετούς και στη χρήση καθαρτικών, διουρητικών ή υποκλυσμών και ο μη καθαρτικός υπότυπος, όπου το άτομο χρησιμοποιεί άλλους τρόπους όπως τη νηστεία ή την υπερβολική άσκηση.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο έφηβος μέσω αυτού του τρόπου αναζητά τη φροντίδα του εαυτού, την απόλαυση που ενδεχομένως δε μπορεί να βιώσει με άλλο τρόπο ή προσπαθεί να κατευνάσει την αγωνία που μπορεί να νιώθει για διάφορους υπαρκτούς ή φαντασιωσικούς λόγους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση θα πρέπει πρώτα να διερευνηθεί ο εκλυτικός παράγοντας που ωθεί τον έφηβο σε αυτή τη συμπεριφορά και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί με εξατομικευμένο τρόπο, ώστε να λάβει τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια που έχει ανάγκη.

Η ΥΠΕΡΦΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΙΜΙΑ

Η μεγάλη διαφορά της υπερφαγίας με τη βουλιμία είναι ότι στην υπερφαγία δεν παρατηρούνται αντισταθμιστικές συμπεριφορές, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία και σοβαρότητα. Στην υπερφαγία τα άτομα συνήθως έχουν αυξημένο βάρος (υπέρβαροι ή παχύσαρκοι) καθώς οι αυξημένες θερμίδες που καταναλώνονται απορροφώνται από τον οργανισμό. Προκαλεί σημαντικά προβλήματα στην καθημερινή ζωή αλλά μπορεί να έχει και σημαντικές σωματικές επιπτώσεις που τη καθιστούν επικίνδυνη.
Υπάρχουν δύο χαρακτηρισμοί για την υπερφαγία. Η καταναγκαστική και η επεισοδιακή υπερφαγία. Στην περίπτωση της καταναγκαστικής υπερφαγίας το άτομο νιώθει να το ωθεί μια ακθόριστη δύναμη σε συγκεκριμένες διατροφικές συμπεριφορές, χωρίς το ίδιο να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεων του και αυτό χαρακτηρίζεται ως καταναγκασμός. Στη επεισοδιακή υπερφαγία το άτομο καταφεύγει σε επεισόδια- κρίσεις όπου καταναλώνει μεγάλη ποσότητα τροφής σε μικρό χρονικό διάστημα. Στη διεθνή βιβλιογραφία οι παραπάνω όροι συχνά συγχέονται και γι αυτό δε διακρίνουν δύο τύπους υπερφαγίας αλλά τύπους επεισοδίων. Οι δύο τύποι επεισοδίων έχουν κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την απώλεια του ελέγχου και ειδοποιό διαφορά την ποσότητα της τροφής που καταναλώνεται κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. Ο διαχωρισμός τους περιλαμβάνει τα υποκειμενικά υπερφαγικά επεισόδια, όπου το άτομο προσλαμβάνει σχετικά μικρή ποσότητα τροφής, αλλά τα επεισόδια θεωρούνται υπερφαγικά λόγω της απώλειας ελέγχου κατά τη βρώση και τα αντικειμενικά υπερφαγικά επεισόδια κατά τα οποία προσλαμβάνεται πραγματικά μεγάλη ποσότητα τροφής.

Σε όλες τις διαταραχές πρόσληψης τροφής τα άτομα δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τη συναισθηματική τους κατάσταση και να την εκφράσουν, έχουν κυκλοθυμική συμπεριφορά και χαμηλή αυτοεκτίμηση ενώ παράλληλα θέτουν υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό τους. Υπάρχει έντονη η ανάγκη να αποκτήσουν τον έλεγχο στη ζωή τους και έτσι μέσω του φαγητού νιώθουν να το επιτυγχάνουν έστω και προσωρινά.