Αφήστε τα παιδιά να παίξουν :η αξία του παιχνιδιού για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.

Παιδιά που παίζουν

Με αφορμή την πρόσφατη έκθεση των Yogman et. al. (2018) με τίτλο ‘’power of play’’ όπου χαρακτηριστικά αναφέρουν το πόσο έχει μειωθεί ο χρόνος παιχνιδιού τα τελευταία 15 χρόνια σε αντίθεση με τον χρόνο μπροστά στις οθόνες που συνεχώς αυξάνεται, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε συνοπτικά την επίδραση του παιχνιδιού σε όλους τους τομείς ανάπτυξης της παιδικής ηλικίας καθώς και την θεραπευτική του αξία. Τα στατιστικά στοιχεία είναι απογοητευτικά αφού στην πραγματικότητα, περίπου το 30% των μικρών παιδιών δεν βγαίνουν ούτε καν στο σχολικό διάλειμμα (Yogman et.al,2018). Οι ώρες εργασίας των γονέων, ο χρόνος που περνούν τα παιδιά μπροστά στην οθόνη, τα μηνύματα που δέχονται οι γονείς από την σύγχρονη κοινωνία πως πρέπει να εκθέσουν τα παιδιά τους σε ατελείωτες δραστηριότητες, ακόμη και η τάση του σχολείου να αντικαταστήσει τις ώρες παιχνιδιού για να εισαγάγει νωρίτερα τον «ακαδημαϊκό» χρόνο, στερούν από τα παιδιά πολύτιμο αδόμητο χρόνο παιχνιδιού (Ginsburg, 2007) .

Το παιχνίδι έχει αναγνωριστεί από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ως πολύτιμο και απαραίτητο στοιχείο της παιδικής ανάπτυξης και αναγνωρίστηκε ως δικαίωμα σε κάθε παιδί (Ηνωμένα Έθνη, 1989). Σύμφωνα με το βρετανικό οργανισμό Play Therapy ” το παιχνίδι είναι μια σωματική ή διανοητική ψυχαγωγική δραστηριότητα που διαδραματίζεται αποκλειστικά για διασκέδαση και δεν έχει άλλο στόχο». Έχουν γραφτεί μελέτες σχετικά με τον αντίκτυπο που έχει το παιχνίδι στα ζώα, τους ενήλικες και τα παιδιά, καθώς και την ποικιλομορφία στην προσέγγιση του παιχνιδιού. Δεδομένου ότι η έρευνα για τον αντίκτυπο του παιχνιδιού στους ενήλικες είναι πολύ περιορισμένη, το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να τονίσει και να αναλύσει τη σημασία του παιχνιδιού για τα παιδιά. Ο Brian Sutton Smith (1997) στο βιβλίο του χαρακτηρίζει το παιχνίδι ως μια ασάφεια που απαιτεί τη βοήθεια διαφόρων ειδικοτήτων και επιστημονικών κλάδων που πρέπει να προσεγγιστούν ή να κατανοηθούν και ο Stapleton (1981) τονίζει το γεγονός ότι το παιχνίδι θεωρείται διαδικασία, όχι προϊόν, αφού υποδεικνύει τον καθολικό τρόπο με τον οποίο τα παιδιά ζουν και μαθαίνουν.

Τα δεδομένα από αρκετές μελέτες (Ginsburg 2007, Henry 1990, Stapleton 1981) φανερώνουν ότι κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού οι γονείς έχουν μια μοναδική ευκαιρία να εμπλακούν πλήρως με τα παιδιά τους, καθώς το παιχνίδι είναι μια άμεση μορφή επικοινωνίας. Οι σχέσεις γονέων-παιδιών ενισχύονται καθώς τα παιδιά θεωρούν ότι έχουν την αποκλειστική προσοχή του ενήλικα που επικεντρώνεται στον δικό τους κόσμο (Henry, 1990) ενώ οι συνεχείς αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, καθώς το παιχνίδι εξελίσσεται, επιβεβαιώνει την πλήρη προσοχή του γονέα στο παιδί και ενισχύει τον δεσμό (Ginsburg, 2007). Οι γονείς είναι σε θέση να παρατηρούν πώς το παιδί τους αντιδρά, σκέφτεται, συμπεριφέρεται, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Αυτό τους προσφέρει το πλεονέκτημα να παρατηρήσουν και να κατανοήσουν τον κόσμο από την οπτική του παιδιού τους, να αφουγκραστούν τα συναισθήματά του (φόβους, ανασφάλειες, θυμό, ένταση) και ως αποτέλεσμα να επικοινωνούν πιο αποτελεσματικά με τα παιδιά τους (Ginsburg, 2007). Μέσω του παιχνιδιού, ο γονέας είναι σε θέση να καταλάβει πώς αισθάνεται το παιδί για τον εαυτό του και πώς αισθάνεται για τον κόσμο γύρω του. Ο ‘’κόσμος’’ που περιβάλλει το παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού αποτελείται κυρίως από τους ανθρώπους που αλληλεπιδρούν μαζί του και λιγότερο από το αντικείμενο. Η αντίδραση του γονέα, η ενθάρρυνση, ο αισιόδοξος τόνος στη φωνή τους καθώς και το γεγονός ότι οι φροντιστές βρίσκονται δίπλα στο παιδί, του προσφέρουν ένα αίσθημα ασφάλειας και αυτοπεποίθησης (Stapleton, 1981). Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι αυτή η συνεργασία με τους γονείς είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την ενίσχυση του δεσμού μεταξύ του παιδιού και του φροντιστή.

Ένα άλλο σημαντικό όφελος από το παιχνίδι είναι η θεραπευτική του αξία. Το θεραπευτικό παιχνίδι πρωτοεμφανίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία μέσω της ψυχοδυναμικής προσέγγισης τον 19ου αιώνα και σύντομα εξελίχθηκε στην πιο δημοφιλή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση για τα παιδιά (Robertson, 2016). Το βιβλίο «Πόλεμος και Παιδιά» (Freud A., Burlingham D., 1943) αναλύει τις διαφορές μεταξύ ενηλίκων και παιδιών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τις εμπειρίες τους από τις βομβιστικές επιθέσεις του Λονδίνου (Robertson, 2016). Οι ενήλικες προτιμούσαν τη λεκτική επικοινωνία, ενώ τα παιδιά απέφευγαν να συζητούν και προτιμούσαν να παίζουν για τις εμπειρίες τους (Robertson, 2016). ‘’Έχτιζαν σπίτια με τουβλάκια, μετά έριχναν βόμβες σε αυτά τα σπίτια, τα σπίτια έπιαναν φωτιά, σειρήνες ακούγονταν και μερικοί άνθρωποι τελικά πέθαιναν ή τραυματίζονταν’’  (Robertson, 2016). Ο Freud S. (1915), ο Klein Μ. (1955) και ο Freud A. (1965) πίστευαν ότι το εγώ του παιδιού μπορεί να ενισχυθεί μέσω του παιχνιδιού και της θεραπευτικής ερμηνείας, καθώς κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού το παιδί αποκαλύπτει συμβολικά εσωτερικές συγκρούσεις και όλα τα ασυνείδητα στοιχεία που μπορεί να εξελιχθούν σε ψυχιατρικές διαταραχές εάν δεν επιλυθούν (Robertson, 2016). H ‘’θεραπεία αποφόρτισης’’ του Levy (1938, όπως αναφέρεται στην Robertson 2016), για παιδιά που έχουν υποστεί τραυματικά γεγονότα βασίστηκε στην εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται προς το πρόσωπο του θεραπευτή κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού και η ‘’Θεωρία του δεσμού’’ του Bowlby (1969, όπως αναφέρεται στην Robertson 2016) εξηγεί πώς ο πρωταρχικός δεσμός γίνεται πρότυπο για τις σχέσεις κάποιου σε όλη τη ζωή. Η Παιγνιοθεραπεία μοιράζεται με αυτές τις δύο προσεγγίσεις τη σημασία του δεσμού μεταξύ του θεραπευτή και του παιδιού και υποστηρίζει ότι μέσω αυτού του δεσμού, ο θεραπευτής βοηθά το παιδί να δημιουργήσει έναν ασφαλή δεσμό με έναν ενήλικα,  ως βάση για την εδραίωση νέων δεσμών του παιδιού με το περιβάλλον (Robertson, 2016). Ο Winnicott (1974), από την άλλη, τονίζει το «μεταβατικό αντικείμενο», μια κούκλα, ένα ρούχο της μαμάς ή του φροντιστή ως δίχτυ ασφαλείας για το παιδί απουσία της μητέρας/φροντιστή και στο βιβλίο του «Play and Reality» ισχυρίζεται ότι τα παιδιά που δεν είναι σε θέση να παίζουν, ‘’κινδυνεύουν να παγιδευτούν στην παραφροσύνη, καθώς δεν έχουν την ευκαιρία να επεξεργαστούν την πραγματικότητα’’ (Robertson, 2016).

Επιπλέον, το παιχνίδι είναι υψίστης σημασίας για τη γνωστική εξέλιξη ενός παιδιού καθώς το προετοιμάζει για την πλήρη συμμετοχή του στον κόσμο (Piaget, 1962). Το παιχνίδι βοηθά τα παιδιά να αποκτήσουν τις δεξιότητες που είναι απαραίτητες για τη γνωστική τους ανάπτυξη, όπως η κατανόηση των γεγονότων της καθημερινής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων. Μέσα από την μίμηση μαθαίνουμε να μιλάμε, να δουλεύουμε ή να εξερευνούμε τον κόσμο. Τα μωρά μιμούνται τους φροντιστές τους και η θετική ανατροφοδότηση φροντίδας επιβραβεύει το μωρό και τη διαδικασία μίμησης. Η πρωτογενής μίμηση γίνεται μίμηση ενός χαρακτήρα και τα παιδιά μιμούνται τις κινήσεις, τις εκφράσεις, τα λόγια του άλλου. Καθώς τα παιδιά παίζουν ρόλους, ανταλλάσσουν πληροφορίες για τον κόσμο, τον ρόλο τους, την ενήλικη ζωή τους και έχουν την ευκαιρία να διορθώσουν ο ένας τον άλλο σύμφωνα με τα ερεθίσματα και τις γνώσεις τους (Stapleton, 1981). Ο Piaget (1962) υπογραμμίζει τη σημασία του συμβολικού παιχνιδιού ως τη διαδικασία αφομοίωσης του κόσμου που επιτρέπει στην λογική να ευδοκιμεί και να χρησιμοποιεί το παιχνίδι ως μια μαθηματική, σωματική, γνωστική, κοινωνική εμπειρία. Επιπλέον, η επίλυση προβλημάτων αποτελεί βασικό κομμάτι της γνωσιακής ανάπτυξης και το ενδιαφέρον και η ευχαρίστηση του παιδιού να ολοκληρώσει το έργο μέσω του παιχνιδιού, απλοποιώντας το (Stapleton, 1981). Τέλος, η γλώσσα μέσω του παιχνιδιού αναπτύσσεται με πολλούς τρόπους, αφού τα παιδιά χρησιμοποιούν λέξεις για να επικοινωνούν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, να συνθέτουν τραγούδια και ποιήματα, να εφευρίσκουν ρόλους και να τους υποδύονται ή να γράφουν κανόνες σε ένα ομαδικό παιχνίδι (Stapleton, 1981).

Εκτός του Piaget (1962) που υιοθετεί την αντιφατική θεωρία της μάθησης, ο Vygotsky (Gupta, 2009) εμβαθύνει στην κοινωνικοπολιτική θεωρία καθώς πιστεύει ότι η οικοδόμηση της γνώσης από τα παιδιά επηρεάζεται από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Ένα βασικό στοιχείο της κοινωνικής συναισθηματικής μάθησης είναι οι αυθεντικές αλληλεπιδράσεις που διαδραματίζονται μεταξύ των παιδιών που παίζουν (Ginsburg, 2007). Το αδόμητο παιχνίδι επιτρέπει στα παιδιά να ανακαλύπτουν μόνοι τους, τους κανόνες μιας ομάδας. (Mc Elwain & Volling, 2005). Τα παιδιά αντιδρούν μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης του παιχνιδιού, αλλά συνειδητοποιούν επίσης ότι τα άλλα παιδιά αντιδρούν στη δική τους συμπεριφορά και την προσαρμόζουν, την μεταμορφώνουν σε ένα αποδεκτό πρότυπο (Stapleton, 1981). Μέσω του κοινωνικού παιχνιδιού, το παιδί αρχίζει να επικοινωνεί με γονείς, αδέλφια, συνομηλίκους. Tα παιχνίδια ρόλων το βοηθούν να ανακαλύψει πώς λειτουργεί το σύστημα κανόνων σε μια κοινωνία. Σύμβολα όπως οι  κούκλες που αναπαριστούν διαφορετικούς ρόλους, διδάσκουν στο παιδί τι θεωρείται αποδεκτή συμπεριφορά από την κοινωνία (Stapleton, 1981), ενώ άλλα σύμβολα όπως οι ήρωες κινούμενων σχεδίων, ο ρόλος του δασκάλου, ο ρόλος του γιατρού, ο μηχανικός, επιτρέπουν στο παιδί να υιοθετήσει διάφορους ρόλους και του προσφέρουν τη δυνατότητα να μάθει πώς λειτουργεί το κοινωνικό σύστημα. Καθώς κατανοούν και κατακτούν τον κόσμο, το παιχνίδι τελικά βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν την εμπιστοσύνη και την αυτοεκτίμηση που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν μελλοντικές προκλήσεις (Band & Weisz, 1988).

Άξια αναφοράς είναι αναμφίβολα η σημασία του παιχνιδιού για τη σωματική υγεία ενός παιδιού. Το τρέξιμο, η αναρρίχηση, το άλμα, ο χορός ή αργότερα η συμμετοχή ενός παιδιού σε αθλητικά ομαδικά παιχνίδια το βοηθούν να συνθέσει και να διατηρήσει ένα ισχυρό σώμα, που σημαίνει ένα υγιές σώμα. Το παιχνίδι έχει προταθεί ως ένα εξαιρετικό κίνητρο για σωματική άσκηση που θα μπορούσε να λύσει την επιδημία της παχυσαρκίας (Ginsburg, 2007) και αποτελεί βασική δραστηριότητα απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού (Tamis-LeMonda, Shannon, Cabrera, & Lamb, 2004).

Παρ ‘όλα δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως το παιχνίδι είναι κυρίως πηγή χαράς, ουσιαστικής συνιστώσας της παιδικής ηλικίας. Η υποστήριξη ενός υγιούς πλαισίου για ελεύθερο και αυθόρμητο παιχνίδι είναι υψίστης σημασίας σε μια εποχή που υπάρχουν παραδείγματα έλλειψης χρόνου καθώς και έλλειψης φυσικού περιβάλλοντος, όπου το παιχνίδι θα μπορούσε να διαδραματιστεί.

Κοραχάη Σοφία
Ψυχοπαιδαγωγος/ εκπ. Κλινική Ψυχολογος  Anglia Ruskin University

References

Band, E. B., & Weisz, J. R. (1988). How to feel better when it feels bad: Children’s perspectives on coping with everyday stress. Developmental Psychology, 24(2), 247.

Burlingham, D., & Freud, A. (1943). War and children.

Ginsburg, K. R. (2007, January). The importance of play in promoting healthy child development and maintaining strong parent-child bonds. Pediatrics, 119(1)

Gupta, A., (2009) Vygotskian perspectives on using dramatic play to enhance children’s development and balance creativity with structure in the early childhood classroom, Early Child Development and Care, 1041-1054.

Henry, M. (1990). More than just play: The significance of mutually directed adult‐child activity. Early Child Development and Care, 60(1), 35-51.

McElwain, N. L., &Volling, B. L. (2005). Preschool children’s interactions with friends and older siblings: relationship specificity and joint contributions to problem behavior. Journal of family psychology, 19(4), 486.

Piaget, J. (1962). Plays, Dreams, Imitations in childhood. New York: Norton.

Robertson, T. (2016) Playtherapy (Παιγνιοθεραπεία).

Stapleton, C., Yahraes, Herbert C, Ebon Research Systems, & National Institute of Mental Health. (1981). The importance of play. Dept. of Health and Human Services, Public Health Service, Alcohol, Drug Abuse, and Mental Health Administration, National Institute of Mental Health; For sale by the Supt. of Docs., U.S. G.P.O.

Sutton-Smith, B. (1997). The ambiguity of play.

Tamis‐ LeMonda, C. S., Shannon, J. D., Cabrera, N. J., & Lamb, M. E. (2004). Fathers and mothers at play with their 2‐and 3‐year‐olds: Contributions to language and cognitive development. Child development, 75(6), 1806-1820.

United Nations, Convention on the Rights of the Child (CRC), (1989).

Winnicott, D. (1974). Playing and reality (Pelican Books). Harmondsworth: Penguin.

Yogman, M., Garner, A., Hutchinson, J., Hirsh-Pasek, K., & Golinkoff, R. (2018). The Power of Play: A Pediatric Role in Enhancing Development in Young Children. Pediatrics, 1.