Take a Slice
Είναι ευρέως γνωστή η κοινωνική προκατάληψη που υπάρχει αναφορικά με το ανθρώπινο σώμα, η οποία τείνει να υποστηρίζει τη λεπτή σιλουέτα και να επικρίνει τα υπέρβαρα άτομα που δεν πληρούν τις κατάλληλες προδιαγραφές ενός καλαίσθητου σώματος. Η ανάπτυξη της εν λόγω προκατάληψης τοποθετείται σε ψυχολογικά και κοινωνικά πλαίσια αλλά δίνεται ταυτόχρονα μεγάλη σημασία στη βιολογία και τον πολιτισμό που προωθούν τη σημασία και το «όφελος» ενός λεπτού σώματος.
Στις δυτικές κοινωνίες της αφθονίας, το να είναι κανείς λεπτός συνδέεται με τη χαρά, την επιτυχία, τη νιότη και την κοινωνική αποδοχή. Η παχυσαρκία συνδέεται με την τεμπελιά, την έλλειψη θέλησης και την απουσία ελέγχου. Για τις γυναίκες το ιδανικό σώμα είναι το λεπτό σώμα ενώ για τους άνδρες το αδύνατο και παράλληλαβ μυώδες. Ο μη συμβιβασμός σε αυτά τα πρότυπα επιφέρει πλήθος αρνητικών συνεπειών. Η παχυσαρκία, για άνδρες και γυναίκες, φαίνεται μη ελκυστική και συνδέεται με αρνητικά χαρακτηριστικά.
Τις τελευταίες, μόλις, δεκαετίες έχει αρχίσει η περίσσεια σάρκα να εκλαμβάνεται ως ένδειξη ανηθικότητας, απουσίας θέλησης και έλλειψης του απαραίτητου ελέγχου που πρέπει να επιδεικνύει κανείς. Πλέον, το μυώδες σώμα έχει χάσει τη σύνδεσή του με τη χειρονακτική εργασία και έχει μετατραπεί σε σύμβολο θέλησης, ενέργειας και ελέγχου. Το σφιχτό, τονωμένο σώμα αντιπροσωπεύει την επιτυχία. Για τον λόγο αυτό, άτομα που απέχουν κατά πολύ από αυτό το ιδεώδες, προσπαθούν συνεχώς να επαγρυπνούν (μέσω γυμναστικής και σωστής διατροφής) ώστε να μπορέσουν να συμβαδίσουν με τη σύγχρονη αυτή τάση.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Γιατί ο Δυτικός κόσμος συγκεκριμένα, εξακολουθεί να επιδεικνύει την προτίμησή του προς το «αδύνατο»; Υπάρχουν δύο απόψεις πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα με τη μια πλευρά των βιολόγων και ορισμένων ψυχολόγων να υποστηρίζουν πως η «λεπτότητα» είναι αποτέλεσμα της βιολογίας και το να είναι κανείς λεπτός είναι πιο υγιές από το να είναι υπέρβαρος και από την άλλη οι θεωρητικοί που μελετούν το θέμα πολιτισμικά, άρα και τις διαφορετικές σωματικές προτιμήσεις και ιδανικά ανά τις εποχές, να υποστηρίζουν ότι η βιολογία παίζει πολύ μικρό ρόλο στην εξιδανίκευση της «λεπτότητας» και ότι είναι κατά κύριο λόγο κάτι μαθημένο.
Με μια σύντομη αναδρομή γίνεται εμφανές πως το αδύνατο δεν αντιπροσώπευε πάντοτε το υγιές και θελκτικό. Την περίοδο της Αναγέννησης οι γυναικείες σιλουέτες παρουσιάζονταν πιο πλούσιες με μεγαλύτερους γοφούς και κοιλιά, σημάδια που έδειχναν υγεία και γονιμότητα. Τα πιο «γεμάτα» κορμιά ήταν περισσότερο ποθητά. Το λεπτό σώμα συνδεόταν με νοσηρότητα και συγκεκριμένα με την ασθένεια της φυματίωσης αλλά και πιο πρόσφατα, σε ορισμένες Αφρικανικές χώρες, με τον ιό του AIDS. Μόνο μετά τον 20ο αι. το λεπτό σώμα άρχισε να είναι επιθυμητό και να συνδέεται με την ανώτερη κοινωνική τάξη και την επιτυχία. Στις δυτικές κοινωνίες το «τροφαντό» σώμα, εξακολουθεί να συνδέεται με αρνητικές αντιλήψεις και χαρακτηριστικά ενώ το λεπτό σώμα με την επιτυχία και τον αυτοέλεγχο.
Ωστόσο, το αντρικό σώμα από το παρελθόν απεικονιζόταν μυώδες και ταυτιζόταν με την υγεία και τη δύναμη. Στην τέχνη τα αντρικά σώματα παρουσιάζονταν γυμνά σε αντίθεση με τα γυναικεία που ήταν πάντοτε καλυμμένα με μανδύες ή ρούχα. Το «αδύνατο» συνδεόταν με το «αδύναμο».
Ο τρόπος, όμως, που τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες αντιλαμβάνονται το σώμα τους και επηρεάζονται από την κοινωνία και τις κατασκευές που προωθεί δε διαφέρει πολύ. Τόσο για τις μεν όσο και για τους δε το τι είναι αποδεκτό και τι όχι, «φυσιολογικό» και τι όχι, υγιές και τι όχι είναι όλα κοινωνικά κατασκευασμένα. Οι γυναίκες από μικρές μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται το σώμα τους σαν «εμπόρευμα», σα μέσο για την προώθηση προϊόντων. Τα σώματά τους αντικειμενοποιούνται άρα είναι διαρκώς ύπο επιτήρηση και επίκριση. Προκειμένου να αποκτήσουν κοινωνική αποδοχή μαθαίνουν να είναι σε διαρκή αυτο-παρατήρηση, έλεγχο και αυτοεπίκριση σα να ήταν εξωτερικοί παρατηρητές. Αυτή η εξακολουθητική αυτορρύθμιση οδηγεί σε δυσαρέσκεια και σε αίσθημα ντροπής αναφορικά με το σώμα. Κατ’αντιστοιχία είναι και ο τρόπος που οι άνδρες μαθαίνουν να μεγαλώνουν και να αξιολογούν την ικανότητά τους μέσω του σώματός τους. Από μικρή ηλικία ενθαρρύνονται να εμπλέκονται σε αθλήματα και δραστηριότητες που απαιτούν επιθετικότητα και εμπλέκουν το σώμα καθώς μέσω αυτών προωθείται και ενδυναμώνεται η αρρενωπότητα. Μαθαίνουν πως η ανοχή του πόνου είναι που καθιστά κάποιον αρσενικό γι’αυτό και υπάρχει μια στροφή του ενδιαφέροντος των ανδρών στη σημασία που δίνουν στη φροντίδα του σώματος και στην ενδυνάμωσή του, καθώς είναι κάτι που θα βοηθήσει στο χτίσιμο της «ανδρικής» ταυτότητας. Αν, όμως, κάποιος αδυνατεί να ενσαρκώσει τα επιθυμητά για το φύλο του χαρακτηριστικά ή αν κατέχει στοιχεία μη αντιπροσωπευτικά του φύλου στο οποίο ανήκει δεν προκαλούν εντύπωση οι δυσκολίες αποδοχής της ταυτότητάς του, η ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών και περαιτέρω ψυχολογικών προβλημάτων.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τις καταστροφικές επιπτώσεις αυτών των μαθημένων τρόπων αντιμετώπισης των σωμάτων, ανδρικών και γυναικείων, και των αντιλήψεων που επικρατούν στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες του Δυτικού κόσμου. Ο συνεχής αγώνας που δίνεται για την επιδίωξη του να συμβαδίσει κανείς με τα σύγχρονα ιδανικά είναι κάτι που θλετει σε κίνδυνο την ατομική ταυτότητα και συμβάλλει στο να αναπτυχθούν θέματα μη αποδοχής και ντροπής για το σώμα.
Μπαλή Χριστίνα
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Drummond, M. J. N. (2002). Men, body image, and eating disorders. International Journal of Men’s Health, 89-103, 1 (1).
Goss, K. Allan, S. (2009). Shame, pride and eating disorders. Clinical Psychology and Psychotherapy, 303-316 (16).
Grogan, S. (2008). Body Image: Understanding Body Dissatisfaction in Men, Women and Children (2nd edition). London: Routledge.
Thompson, T., Dinnelb, D. L & Dilla, N. J. (2003). Development and validation of a Body Image Guilt and Shame Scale. Personality and Individual Differences, 59-75 (34).
Thomson, J. K. & Heinberg, L. J. (1999). The media’s influence on body image disturbance and eating disorders: we’ve reviled them, now can we rehabilitate them? Journal of social issues, 339-353, 55 (2)